- οἰκτροτάτοισιν
- οἰκτρόςpitiablemasc/neut dat superl pl (epic ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λεχήρης — λεχήρης, ες (Α) ξαπλωμένος στο κρεβάτι, κλινήρης («λεχήρη σκοτίων ἐκ θαλάμων οἰκτροτάτοισιν δακρύοισιν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λέχος + επίθημα ήρης (πρβλ. κλιν ήρης)] … Dictionary of Greek